Το παγκόσμιο έγκλημα αντιμετωπίζεται με διεθνή συνεργασία. Αλλά εκτός από επιτυχίες, υπάρχουν και “σκιές” στην ιστορία της Ιντερπόλ, που κλείνει σήμερα 100 χρόνια δράσης.
Όλα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1923. Μία ημέρα του Σεπτεμβρίου ο αστυνομικός διευθυντής της Βιέννης, Γιοχανες Σόμπερ, κήρυξε την έναρξη συνεδρίου, στο οποίο συμμετείχαν 20 κράτη, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία. Εκεί, στις 7 Σεπτεμβρίου, αποφάσισαν να ιδρύσουν τη Διεθνή Οργάνωση Εγκληματολογικής Αστυνομίας. Επρόκειτο για τον μεγαλύτερο διακρατικό οργανισμό. Σήμερα, με 198 μέλη, είναι ο μεγαλύτερος μετά τον ΟΗΕ.
Το 1938, οι εθνικοσοσιαλιστές πήραν τον έλεγχο του θεσμού. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο οργανισμός αναβίωσε με την ονομασία Ιντερπόλ και με έδρα στο εξής τη Γαλλία. Το 1956 το καταστατικό του εκσυγχρονίστηκε. Το 1989 η Ιντερπόλ μετακόμισε στη Λυών μετά από δύο ενδιάμεσους σταθμούς στο Παρίσι και το Σεν Κλου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Γενς Γιέγκερ, από το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, η σημασία της Ιντερπόλ για την καταπολέμηση του εγκλήματος έναν αιώνα μετά την ίδρυσή της δεν είναι υπεράνω πάσης αμφιβολίας. Κεντρικό σημείο της δραστηριότητάς της είναι η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών από την τεράστια βάση δεδομένων που διαθέτει.
Αλλά “η Ιντερπόλ αντιμετωπίζει και το πρόβλημα ότι είναι λειτουργική μόνο εάν τα κράτη-μέλη είναι συνεργάσιμα και συμμετέχουν”, εξηγεί ο Γιέγκερ. “Και επειδή διαθέτει έναν τεράστιο μηχανισμό, είναι λίγο δυσκίνητος. Μικρότερες ομάδες θα ήταν ευκολότερο να συμφωνήσουν σε κοινούς στόχους, στρατηγικές και θέματα. Από την άλλη πλευρά, η Ιντερπόλ θεωρείται από πολλές χώρες ανεξάρτητη και επομένως είναι πιο πρόθυμες να συνεργαστούν”. Ο γενικός γραμματέας της Ιντερπόλ Γίργκεν Στοκ, πρώην αντιπρόεδρος της γερμανικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Καταπολέμησης του Εγκλήματος (BKA), τονίζει ότι η δέσμευση για ανεξαρτησία και ουδετερότητα παραμένει η ίδια μετά από 100 χρόνια. “Από αυτό εξαρτάται η αποτελεσματικότητά μας σε διεθνές επίπεδο αστυνομικής συνεργασίας”.
Ιδιαίτερα γνωστές είναι οι λεγόμενες “κόκκινες ειδοποιήσεις”. Μέσω αυτών μια χώρα μπορεί να ζητήσει τον εντοπισμό και την προσωρινή σύλληψη ενός προσώπου. Δεν πρόκειται για διεθνές ένταλμα σύλληψης. Η Ιντερπόλ ελέγχει τη συνεργασία, κάθε χώρα αποφασίζει μόνη της πώς θα χειριστεί μια υπόθεση. Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η FairTrial, κατηγορούν την Ιντερπόλ ότι επιτρέπει σε αυταρχικά κράτη να χρησιμοποιούν αυτό το μέσο για να διώκουν μέλη της αντιπολίτευσης που βρίσκονται στο εξωτερικό.
Διεθνή αίσθηση προκάλεσε η υπόθεση του συγγραφέα Ντογκάν Ακανλί που ζούσε στην Κολωνία και ο οποίος το καλοκαίρι του 2017 μέσω κόκκινης ειδοποίησης συνελήφθη προσωρινά κατά τη διάρκεια διακοπών στην Ισπανία με πρωτοβουλία της Τουρκίας, και αφέθηκε υπό όρους ελεύθερος. Δεν του επιτράπηκε να φύγει από τη χώρα, έπρεπε να παραδώσει το διαβατήριό του και να παρουσιάζεται τακτικά στις ισπανικές αρχές. Απειλήθηκε με έκδοση στην Τουρκία, όπου οι αρχές τον κατηγόρησαν για συμμετοχή σε ληστεία και δολοφονία. Η τότε γερμανική κυβέρνηση αντιμετώπισε επικριτικά την υπόθεση.
Σήμερα, αντιδρώντας στις επικρίσεις, η Ιντερπόλ αναφέρει ότι όλα τα αιτήματα πέρασαν από εξονυχιστική διαδικασία εξέτασης. Ο Στοκ υποστηρίζει ότι υπάρχει η εσφαλμένη αντίληψη ότι η υπηρεσία του έχει λάβει μεγάλο αριθμό αιτημάτων για “κόκκινες ειδοποιήσεις” που δεν τηρούσαν τις προϋποθέσεις. “Αυτό απλώς δεν ισχύει”. Τελικά, λέει, πάνω από το 95% των αιτημάτων αυτών πληρούσαν τους τύπους. Η αλήθεια είναι ότι η Ιντερπόλ δεν ελέγχει την ουσία, δηλαδή εάν οι κατηγορίες κατά των καταζητούμενων προσώπων είναι δικαιολογημένες, αλλά μόνο αν τα αιτήματα είναι σύμφωνα με τους κανόνες της Ιντερπόλ.
Ο ιστορικός Γιέγκερ προσεγγίζει το θέμα ως εξής: “Είναι πράγματι γεγονός ότι η Ιντερπόλ δεν διαθέτει τους πόρους για να ελέγξει ή να αξιολογήσει κριτικά τέτοια αιτήματα”. H FairTrial αναφέρει επίσης ότι, παρά την ομάδα ελέγχου που συστάθηκε το 2016, τα κράτη θα μπορούσαν ακόμη να κάνουν κατάχρηση των συστημάτων της Ιντερπόλ. Ο γερμανός ιστορικός παραδέχεται ότι η Ιντερπόλ προσπαθεί όντως να θέσει τέρμα στις καταχρήσεις, αλλά “από τη δική μου άποψη αυτό δεν θα γίνει ποτέ πραγματικά εφικτό”.
Επίσης πρέπει να προκάλεσαν δυσαρέσκεια στην Ιντερπόλ τα πρωτοσέλιδα με πρωταγωνιστές ορισμένους από τους προέδρους του οργανισμού. Σε βάρος του νυν προέδρου, υποστράτηγου Αχμέτ αλ Ραίσι από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, διατυπώθηκαν καταγγελίες για βασανιστήρια πριν από την εκλογή του. Αν και το καθημερινό έργο του οργανισμού ελέγχεται από τον γενικό γραμματέα, ο πρόεδρος επιβλέπει συνολικά το έργο της γενικής γραμματείας και προεδρεύει της γενικής συνέλευσης των κρατών-μελών. Το 2018 ο τότε πρόεδρος Μενγκ Χονγκγουέι συνελήφθη στην Κίνα. Σύμφωνα με το δικαστήριο, ομολόγησε ότι δωροδοκήθηκε. Μια δεκαετία νωρίτερα ο Τζάκι Σέλεμπι, ένας Νοτιοαφρικανός που αντιμετώπιζε κατηγορίες για διαφθορά, παραιτήθηκε από πρόεδρος της Ιντερπόλ. Ακόμη και αν οι υποθέσεις δεν συνέπεσαν με την περίοδο της θητείας του, ο Γιέγκερ υποστηρίζει ότι “η εικόνα της Ιντερπόλ έχει σίγουρα πληγεί “.
Πηγή:DW
Ειρήνη Αναστασοπούλου