16.3 C
Athens
Πέμπτη, 1 Μαΐου, 2025
spot_img
ΑρχικήΠΡΩΤΗΣΕΛΙΔΑΟι λόγοι που «καίνε» οι λογαριασμοί ρεύματος

Οι λόγοι που «καίνε» οι λογαριασμοί ρεύματος

Η αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας μέσα από μια διαδικασία που επέβαλε η Ευρώπη δημιούργησε νέα δεδομένα και κυρίως εκτίναξε την τιμή του ρεύματος στην Ελλάδα. Απολιγνιτοποίηση, χρηματιστήριο ρύπων, funds και έμποροι συμβάλουν καθημερινά στο ράλι της τιμής.
Ενα μείζον θέμα που απασχολεί την ελληνική κοινωνία είναι η εκτίναξη των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου.
Η Ελλάδα δείχνει έρμαιο σε μια ενεργειακή κρίση που χτυπά τους καταναλωτές ενώ οι δημοσιονομικοί χειρισμοί της Πολιτείας με καταβολή μέρους των αυξήσεων στα τιμολόγια ενέργειας, μοιάζει τελικά σταγόνα στον ωκεανό.
Και αν για το φυσικό αέριο το ράλι των αυξήσεων αποδίδεται σε εξωγενείς παράγοντες αφού ως χώρα δεν το παράγουμε, για το ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο παράγουμε, τι φταίει και το πληρώνουμε… χρυσάφι;
Ευθύνεται μήπως η ταχεία προσπάθεια της χώρας για απεξάρτηση από τον λιγνίτη κλείνοντας αρκετές μονάδες παραγωγής με το συγκεκριμένο καύσιμο, για να αποφύγει το κόστος της εκπομπής ρύπων; Ειδικά τώρα που βιώνουμε την ενεργειακή κρίση είναι θετική ή αρνητική αυτή η απόφαση;
Για τον καθηγητή της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ –με εξειδίκευση στα συστήματα παραγωγής, διαμονής και μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και στους ενεργειακούς πόρους– Γρηγόρη Παπαγιάννη είναι «δύσκολο να πει κανείς αν είναι θετική ή αρνητική».
Η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως λέει, προέβλεπε περιορισμό του αποτυπώματος άνθρακα έως το 2050, όμως πλέον «με τις νέες αποφάσεις που πήρε η Ε.Ε. για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, θέλει μείωση 50% στις εκπομπές ρύπων το 2030».
Με τους στόχους αυτούς, η απολιγνιτοποίηση μπήκε στα πλάνα των χωρών της Ε.Ε. με την Ελλάδα πάντως να δηλώνει πρώτη ότι θα προχωρήσει στην απεξάρτηση από τον λιγνίτη.
«Η Ελλάδα με δική της πρωτοβουλία ανέλαβε να είναι από τα κράτη-μέλη που ξεκινούν πρώτα αυτή τη φάση. Υπήρχαν πολλοί παράγοντες γι’ αυτή την απόφαση, όπως μεγαλύτερες χρηματοδοτήσεις και ενισχύσεις που θα δοθούν για την απολιγνιτοποίηση. Δεν έχω τη συνολική εικόνα για να κρίνω εάν ήταν ορθή ή λανθασμένη απόφαση. Υπάρχουν άλλες χώρες που είπαν ότι θα πάνε (σ.σ. τη μείωση των εκπομπών ρύπων) μέχρι την τελευταία ημερομηνία, γιατί το κάρβουνο ή ο λιγνίτης είναι το εθνικό τους καύσιμο και θα συνεχίσουν να το χρησιμοποιούν όσο μπορούν» εξήγησε.
Το χρηματιστήριο ρύπων και οι κερδοσκόποι
Η επιλογή για μία χώρα να παραμείνει σε ρυπογόνα καύσιμα όπως ο λιγνίτης συνοδεύεται από ένα πλαφόν δηλαδή πόσο αέρια θερμοκηπίου μπορεί να εκπέμπει. Ομως από το σημείο πέραν του πλαφόν, αρχίζει μια ιστορία καθημερινού χρηματιστηρίου και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο όπου ακόμα και funds αγοράζουν δικαιώματα εκπομπής ρύπων και μετά τα πωλούν πανάκριβα στα κράτη.
«Αν η χώρα εκπέμπει περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου, τότε πηγαίνει και αγοράζει δικαιώματα διοξειδίου του άνθρακα (CO2) τα οποία πωλούνται στο διεθνές χρηματιστήριο και τα οποία είναι πανάκριβα γιατί υπάρχουν και κερδοσκοπίες σε αυτή την ιστορία. Για παράδειγμα υπάρχουν funds που αγοράζουν δικαιώματα και μετά τα πωλούν κάτι που φυσικά καταστρατηγεί καταφανώς τη διαδικασία της εμπορίας των δικαιωμάτων των ρύπων. Αλλά όπως είναι γνωστό, οι αγορές είναι παμφάγες και αλύπητες» τόνισε.
Για την Ελλάδα, η κατάσταση πέρα από την ευρωπαϊκή νομοθεσία της εκπομπής ρύπων, περιπλέχτηκε περαιτέρω εξαιτίας και των γερασμένων ατμοηλεκτρικών σταθμών (ΑΗΣ) που διαθέτει, με αποτέλεσμα η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη να είναι περιορισμένη και φυσικά να έχει επιπτώσεις στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.
«Ετσι εμείς ξεκινήσαμε πρώτοι από τις χώρες της Ε.Ε. τη μετάβαση (σ.σ. στην πράσινη ενέργεια) συν το γεγονός ότι πολλοί ατμοηλεκτρικοί σταθμοί με λιγνίτη ήταν γερασμένοι και τους κλείσαμε. Αυτή τη στιγμή έχουμε κρατήσει δύο μεγάλους ΑΗΣ –του Αγίου Δημητρίου στην Κοζάνη και στη Μελίτη Φλώρινας– κι έχουμε κι έναν ΑΗΣ στην Πτολεμαΐδα ο οποίος είναι ακόμα υπό κατασκευή, χωρίς κανείς να ξέρει γιατί τον φτιάχνουμε και τι μέλλον θα έχει ως λιγνιτική μονάδα. Για αυτό, κάθε μέρα, η παραγωγή των λιγνιτικών σταθμών είναι πάρα πολύ περιορισμένη και βέβαια αυτό έχει και τις αντίστοιχες επιπτώσεις και στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας» ανέφερε.
Αγορά ρεύματος από Τουρκία και Βαλκάνια
Παρά τα νέα δεδομένα, ο κ. Παπαγιάννης αναφέρει ότι το ρεύμα που παράγουμε φτάνει και περισσεύει και εάν θελήσουμε, μπορούμε να παράξουμε ακόμα περισσότερο ρεύμα. Ομως η ζήτηση σε ηλεκτρική ενέργεια μετά τη 10ετή κρίση έχει μειωθεί αισθητά.
«Εχουμε τη δυνατότητα να παράξουμε όση ηλεκτρική ενέργεια χρειαζόμαστε και πολύ περισσότερη και για να εξάγουμε διότι οι σταθμοί παραγωγής υπερκαλύπτουν τη ζήτηση η οποία μετά την οικονομική κρίση έχει περιοριστεί σημαντικά. Σκεφτείτε ότι στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004 ήμασταν στα 11 γιγαβάτ και τώρα είμαστε στα οχτώ γιγαβάτ. Η ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας έπεσε σημαντικά λόγω της οικονομικής κρίσης καθώς έκλεισαν πολλές βιοτεχνίες, βιομηχανίες κ.λπ. Εμείς μπορούμε να παράξουμε όση ηλεκτρική ενέργεια χρειαζόμαστε σε σημείο που μπορούμε και να πουλήσουμε κιόλας» επισήμανε.
Ωστόσο, παρά τις μεγάλες δυνατότητες παραγωγής ενέργειας, τελικά η χώρα μας εισάγει από άλλες χώρες όπως από τη Βουλγαρία ή την Τουρκία με την οποία μάλιστα έχει μόνιμη εμπορική συνεργασία για τράνζιτ ρεύμα.
«Καθημερινά εισάγουμε ένα ποσοστό ηλεκτρικού ρεύματος που μπορεί να είναι 15-30%. Οι λόγοι που το εισάγουμε από τις γειτονικές χώρες όπως Βουλγαρία, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Σερβία, αλλά κυρίως Τουρκία –με την οποία σε μόνιμη βάση έχουμε συμβόλαια– είναι καθαρά οικονομικοί. Δηλαδή, συμφέρει να πάρεις τράνζιτ ρεύμα από την Τουρκία να το περάσεις στην Ελλάδα και στη συνέχεια να το πουλήσεις στην Ιταλία σε πολύ ακριβή τιμή. Το κάνεις γιατί υπάρχει ένας έμπορος που κλείνει ένα συμβόλαιο και κάθε μέρα εισάγουμε ένα ποσοστό. Οπότε η λειτουργία των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας δεν έχει να κάνει τόσο με το ότι δεν μπορούμε εμείς να παράξουμε, αλλά με το ότι υπάρχουν εμπορικές συναλλαγές. Να ξέρετε ότι αυτό ρίχνει σε ένα βαθμό το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, γιατί οι γειτονικές χώρες έχουν χαμηλότερο μέσο κόστος» εξήγησε.
Γιατί πληρώνουμε τόσο ακριβά το ηλεκτρικό ρεύμα
Ο ένας λόγος που πληρώνουμε «χρυσάφι» το ηλεκτρικό ρεύμα είναι εξαιτίας της αύξησης στην τιμή του φυσικού αερίου, καθώς όπως αναφέρει ο κ. Παπαγιάννης «περίπου το 50% της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα παράγεται πλέον από φυσικό αέριο οπότε επειδή, αυξήθηκαν σημαντικά οι τιμές του αερίου, αυξήθηκε και το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας».
Ο δεύτερος λόγος εδράζεται στο νέο ευρωπαϊκό μοντέλο τιμολόγησης που έχει υιοθετήσει η χώρα μας. Οπως περιγράφει ο καθηγητής του ΑΠΘ, η Ελλάδα επειδή είναι μια μικρή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, είναι ευάλωτη στη χειραγώγηση.
«Εδώ και ένα χρόνο έχουμε υιοθετήσει ένα ευρωπαϊκό μοντέλο τιμολόγησης το οποίο ονομάζεται target model (σ.σ. μοντέλο στόχος) και το οποίο χωρίζει την αγορά σε κομμάτια. Η μία αγορά λέγεται “αγορά της επόμενης ημέρας” όπου ο κάθε παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας δίνει προσφορές για την επόμενη ημέρα δημιουργώντας έτσι κατά κάποιο τρόπο ένα χρηματιστήριο. Υπάρχει όμως και η “αγορά του αποθέματος”, δηλαδή εάν μια μέρα το φορτίο ανεβεί παραπάνω απ’ ό,τι υπολόγιζες (σ.σ. αυξημένη ζήτηση) ή αν είχες υπολογίσει ότι θα δουλέψουν οι ανεμογεννήτριες και θα παράξουν ένα ποσό ηλεκτρικής ενέργειας αλλά δεν είχε αέρα και τελικά δεν είχε το ποσό της ηλεκτρικής ενέργειας που ήθελες, τότε πρέπει να έχεις κάποιους σταθμούς παραγωγής ενέργειας σε αναμονή οι οποίοι να είναι έτοιμοι να σου πουλήσουν ηλεκτρική ενέργεια. Αυτοί οι “stand by” σταθμοί πωλούν όμως με ιδιαίτερα αυξημένη τιμή επειδή κλήθηκαν τελευταία στιγμή να δώσουν ηλεκτρική ενέργεια. Ετσι αν η μεγαβατώρα έχει 200 ευρώ αυτοί μπορεί να ζητήσουν να πληρωθούν τριπλάσια τιμή» εξηγεί ο ειδικός.
Εν κατακλείδι, η ελληνική αγορά όπως τόνισε ο κ. Παπαγιάννης «είναι μικρή και πολύ ευάλωτη σε τέτοιου είδους διακυμάνσεις και κατά επέκταση σε χειραγωγήσεις».
Ο κ. Παπαγιάννης θεωρεί ότι η «Ευρώπη χρειάζεται μια άλλη πολιτική στην αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας», ενώ εκτιμά ότι «για πολύ καιρό ακόμα θα έχουμε υψηλές τιμές στην ηλεκτρική ενέργεια».
«Η πρόβλεψη για το φυσικό αέριο είναι καλύτερη: Ελπίζουμε ότι από το καλοκαίρι και μετά θα έχουμε καλύτερες τιμές. Αυτό όμως δεν θα δώσει τη λύση στην ηλεκτρική ενέργεια που θα συνεχίσει να είναι ακριβή για πολύ καιρό ακόμα» κατέληξε.
Πηγή Sputniknews.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

spot_img

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ