36 C
Athens
Δευτέρα, 21 Ιουλίου, 2025
spot_img
ΑρχικήΠΡΩΤΗΣΕΛΙΔΑΔοκιμαστική συνταγή η λιτότητα

Δοκιμαστική συνταγή η λιτότητα

Σε μια εποχή που όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μιλούν για λιτότητα, ένα βιβλίο από την άλλη όχθη του Ατλαντικού ρίχνει φως στην πραγματική στόχευση τέτοιων πολιτικών.

Έχει νόημα η μελέτη μιας οικονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκε πριν από ακριβώς έναν αιώνα; Μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε το σήμερα; Η απάντηση είναι ένα εμφατικό «Ναι», όταν διαβάζει κανείς το βιβλίο της Αμερικανοϊταλίδας οικονομολόγου Κλάρα Ματέι «Η τάξη του κεφαλαίου» (The Capital Order) που αναφέρεται στις πολιτικές της λιτότητας στη δεκαετία του 1920 σε Ιταλία και Μεγάλη Βρετανία, εντυπωσιάζοντας με τις πολλές ομοιότητες των πολιτικών της λιτότητας που εφάρμοσαν τόσο οι Ιταλοί φασίστες, όσο και οι Βρετανοί φιλελεύθεροι.

Το βιβλίο της Κλάρα Ματέι προκαλεί πολλές συζητήσεις

Είναι η χρυσή περίοδος της λιτότητας σε ό,τι αφορά την προσπάθεια για μια επιστημονική της τεκμηρίωση και κυριαρχία, που κατέληξε τελικά στη θεοποίησή της και αποτελεί από τότε σταθερά τη βάση ανάλογων πολιτικών με τα ίδια πάντα επιχειρήματα. Η ανάγνωση του βιβλίου, που έχει κυκλοφορήσει και στα γερμανικά, εντυπωσιάζει, αφού πολλά από τα επιχειρήματα εκείνης της εποχής για «περισσότερη δουλειά και λιγότερες απαιτήσεις για καλοπέραση» ακούγονται πλέον καθημερινά σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης.

Η «τρόικα» δεν ήταν και τόσο πρωτότυπη

Διαβάζοντας μάλιστα κανείς το βιβλίο, καταλαβαίνει πολύ καλύτερα και τι στόχο είχαν οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα από την «τρόικα» και τους «θεσμούς», και στις οποίες η Ματέι κάνει μια σύντομη αναφορά στην εισαγωγή της και οι συνέπειες των οποίων παραμένουν ορατές μέχρι σήμερα.

Όπως επισημαίνουν πολλοί στον διάλογο που έχει ανοίξει σχετικά, χάρις στο βιβλίο διαλύεται από την πρώτη στιγμή μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη ότι η πολιτική λιτότητας απέτυχε να υλοποιήσει τους στόχους της. Το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Απλώς οι πραγματικοί στόχοι αποκρύπτονται σταθερά από τους κήρυκές της, που κρύβονται πίσω από αόριστες υποσχέσεις για τόνωση της οικονομίας και την υπόσχεση ότι όταν θα αρχίσει να βελτιώνεται η «οικονομία» και η κατάσταση των επιχειρήσεων, όλη η κοινωνία θα επωφεληθεί από αυτό. Στην πραγματικότητα ο στόχος είναι άλλος. Να πετύχει την αναδιανομή του πλούτου, περικόπτοντας αμοιβές, παροχές, κοινωνικές δαπάνες και πείθοντας ταυτόχρονα την κοινωνία ότι όλες αυτές οι αναγκαίες θυσίες γίνονται για το καλό όλων, και κυρίως της πατρίδας.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή την επιχειρηματολογία χρησιμοποιούν την περίοδο αυτή πολλοί Ευρωπαίοι πολιτικοί, όπως ο καγκελάριος Μερτς στη Γερμανία που προεξοφλεί περικοπές επιδομάτων, κίνητρα για τις επιχειρήσεις και περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις με στόχο να «ξαναγίνουν οι Γερμανοί περήφανοι για την πατρίδα τους». Ακριβώς αυτή ήταν και η επιχειρηματολογία του πρωθυπουργού της Γαλλίας Φρανσουά Μπαϊρού την περασμένη εβδομάδα που προανήγγειλε θυσίες για τους συμπατριώτες του, προκειμένου να μην βουλιάξει η χώρα από τα χρέη. Και αυτός, όπως και ο Μερτς, προβάλλει ως φάρμακο την κατάργηση των πολλών αργιών στη χώρα. Η ρητορική αυτή δεν περιορίζεται όμως μόνο στις δύο μεγάλες χώρες της ΕΕ. Θα την ακούσετε είτε από την ακροδεξιά Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία είτε από τον συντηρητικό πρωθυπουργό της Φινλανδίας Πέτερι Όρπο.

Όχι μια τυχαία περίοδος

Φυσικά και υπάρχουν αντιδράσεις για όλα αυτά, όπως ακριβώς και έναν αιώνα πριν. Η Ματέι δεν επέλεξε τυχαία την περίοδο αυτή για την έρευνά της. Στις αρχές της δεκαετίας του ’20, μετά την πτώση των μοναρχιών στην Ευρώπη, το εργατικό κίνημα ήταν ιδιαίτερα ισχυρό και απαιτούσε ριζικές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Παντού γινόταν λόγος για επανάσταση και ανατροπή. Τα συνδικάτα είχαν πολλαπλασιάσει τη δύναμή τους σε κάποιες χώρες, όπως στη Βαυαρία φτιάχνοντας σοβιέτ. Στο τραπέζι έμπαιναν ζητήματα για μια άλλου τύπου οργάνωση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Η σκληρή λιτότητα ήταν η απάντηση σε όλα αυτά, όπως και η σκληρή, αυταρχική αντεργατική πολιτική. Γιατί αυτό που διακυβευόταν ήταν η ίδια η σωτηρία του καπιταλισμού. Όχι γενικά και αόριστα το καλό της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1920 και το 1922 έγιναν δύο μεγάλες διασκέψεις με αυτό το περιεχόμενο σε Βρυξέλλες και Γένοβα με στόχο την αναζήτηση μεθόδων αντιμετώπισης της αμφισβήτησης του συστήματος και συντονισμού των δυνάμεων. Η Ματέι μιλά κάπου για μια «χυδαία συμμαχία» των φιλελεύθερων οικονομολόγων που στήριξαν από το 1922 και μετά τον Μπενίτο Μουσολίνι, αφού μόνο αυτός θα μπορούσε να «εξημερώσει» τα ξεσηκωμένα εργατικά συνδικάτα.

Παρακάμπτοντας τη Δημοκρατία

Η οικονομολόγος θεωρεί ότι ακριβώς αυτός ο αυταρχικός χαρακτήρας των πολιτικών της λιτότητας, η λήψη αποφάσεων παρακάμπτοντας συχνά δημοκρατικές διαδικασίες, τις οποίες συχνά απαξίωναν οι θεωρητικοί του χώρου, και η στοχοποίηση των συνδικάτων είναι κάτι που δημιούργησε σχολή και άνοιξε συχνά τον δρόμο στον φασισμό. Δεν παραλείπει φυσικά να σημειώσει και τις ομοιότητες με τη «Σχολή του Σικάγο», που εφάρμοσε τη θεωρία της πρώτα στη χούντα του Πινοσέτ στη Χιλή και στη συνέχεια και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Εξηγεί γιατί η διάλυση των συνδικάτων που κατάφερε η Θάτσερ στη Βρετανία στη δεκαετία του 1980 ήταν κεντρικός στόχος, και όχι μια παράπλευρη απώλεια. Θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Μπόρις Γέλτσιν χρειάστηκε να στρέψει τις κάνες των τανκς κατά της Βουλής στη Μόσχα το 1993 με εκατοντάδες θύματα και με την ανοχή της Δύσης για να περάσει τη «θεραπεία σοκ», που οδήγησε στη φτώχεια σχεδόν τον μισό πληθυσμό της Ρωσίας.

Όλα αυτά δεν ήταν απλώς κάποιες απρόβλεπτες παρενέργειες. Η μείωση των μισθών, η εκτόξευση της ανεργίας, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις που ντύθηκαν με τον μανδύα μιας ψευδοεπιστημονικότητας ως μια συνταγή δίχως εναλλακτική ήταν ακριβώς τα ζητούμενα για να μπορέσει να διασωθεί κάθε φορά ένα σύστημα που άρχιζε να κλονίζεται. Η Ματέι καταρρίπτει και τον μύθο της οικονομίας ως μιας αντικειμενικής και ουδέτερης «επιστήμης» που επιχειρείται συστηματικά να «αποπολιτικοποιηθεί» ως βασιζόμενη σε κάποιους άγραφους φυσικούς νόμους, όπως οι θετικές επιστήμες.

Η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας των τραπεζών, η προσήλωση των ειδικών σε δείκτες μεγέθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας ανεξαρτήτως άλλων συνεπειών, η θεολογικού τύπου λατρεία της αγοράς δεν είναι αξιώματα γραμμένα πάνω σε ιερές πλάκες, αλλά ξεκάθαρες πολιτικές επιλογές, που εδώ και έναν αιώνα συντηρούνται από τους υποστηρικτές τους με θεωρίες και θεωρήματα και έχουν πάντοτε σαν στόχο τη διαφύλαξη του συστήματος. Αυτό οι πολιτικές λιτότητας το έχουν επιτύχει πολλές φορές. Όμως αυτό το «επίτευγμα» συνήθως αφήνει πίσω του κοινωνίες πληγωμένες και παραζαλισμένες.
Αφορμή για διάλογο

Φυσικά η έκκληση της συγγραφέα για «απομάκρυνση από το καπιταλιστικό σύστημα» προκαλεί πολλές συζητήσεις και αντιδράσεις. Όπως επισημαίνει σε σχετικό σχόλιό του ο ιστότοπος Deutschlandfunk, «κάποιος μπορεί να έχει κατανόηση για αυτό, αλλά δεν αποτελεί ρεαλιστική προοπτική προς το παρόν. Μια ευρύτερη συζήτηση ωστόσο για τις εναλλακτικές λύσεις στις πολιτικές λιτότητας θα ήταν επιθυμητή, ώστε να μην διατηρείται μια θεωρία έλλειψης εναλλακτικών. Τέλος, παραμένει αμφισβητήσιμο το κατά πόσον το πολιτικό σχέδιο της λιτότητας είναι πραγματικά τόσο ενιαίο όσο το παρουσιάζει μερικές φορές η συγγραφέας. Παρ’ όλα αυτά, το βιβλίο παραμένει μια ανεκτίμητη πηγή για την καλύτερη κατανόηση της πολιτικής λογικής της λιτότητας – και των καταστροφικών επιπτώσεων που έχει για τη συντριπτική πλειοψηφία».

Κωνσταντίνος Αργυρός, DW

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

spot_img

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΣΧΟΛΙΑ